ῥοθίοις

ῥοθίοις
ῥόθιος
rushing
masc/neut dat pl
ῥόθιος
rushing
masc/fem/neut dat pl
ῥοθέω
make a rushing noise
pres opt act 2nd sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουτιδανός — ή, ό (ΑΜ οὐτιδανός, ή, όν) ανάξιος λόγου, μηδαμινός, τιποτένιος («ἧ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην», Ομ. Ιλ.) αρχ. αυτός που αδιαφορεί, που περιφρονεί («γᾱς δόσις οὐτιδανοῑς ἐν ῥοθίοις φορεῑται» τα προϊόντα τής γης παρασύρονται από τα… …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”